- δρεπάνισμα
- τοθέρισμα με δρεπάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δρεπάνισμα — και δρεπάνιασμα, το [δρεπανίζω] 1. θέρισμα, θερισμός 2. χτύπημα δρεπάνου, δρεπανιά … Dictionary of Greek
κόσισμα — το [κοσίζω] θέρισμα με κόσα, δρεπάνισμα … Dictionary of Greek